κανταδόρος

κανταδόρος
ο , κανταδόρα и κανταδόρισσα η пев|ец, -ица, исполнитель, -ница серенады

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κανταδόρος" в других словарях:

  • κανταδόρος — ο αυτός που τραγουδάει καντάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. cantador] …   Dictionary of Greek

  • κανταδόρος — ο θηλ. κανταδόρα και κανταδόρισσα (λ. ιταλ.), αυτός που κάνει καντάδες, τραγουδιστής: Έχει εξελιχτεί σε σπουδαίο κανταδόρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιμοκοντόρος — ο 1. (σκωπτ.) νέος που κρύβει τη φτώχεια ή τις στερήσεις του κομψευόμενος και ερωτοτροπώντας με επιδεικτικούς τρόπους και επιδεικτική εμφάνιση 2. παλαιό μονόδραχμο χαρτονόμισμα («διπλός λιμοκοντόρος») το δίδραχμο). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμοκόντης <… …   Dictionary of Greek

  • κατάβρεγμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του καταβρέχω, μούσκεμα: Ο κανταδόρος αυτός θέλει ένα γερό κατάβρεγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»